- βαθομετρικός
- η , ό[ν] служащий для измерения глубин;
βαθομετρικός χάρτης — карта глубин
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
βαθομετρικός χάρτης — карта глубин
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
βαθομετρικός — ή, ό ο σχετικός με τη βαθομέτρηση … Dictionary of Greek
βαθομετρικός — ή, ό αυτός που αναφέρεται στη βαθομέτρηση ή έχει σχέση μ’ αυτήν: Στους βαθομετρικούς χάρτες σημειώνονται τα βάθη των θαλασσών … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)